απογράφω

απογράφω
(AM ἀπογράφω)
καταγράφω, καταχωρίζω σε κατάλογο, κάνω απογραφή
αρχ.
Ι. 1. καταθέτω έγγραφη καταγγελία εναντίον κάποιου
2. παραδίδω κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων κάποιου πολίτη
3. αναγνωρίζω εγγράφως τα περιουσιακά μου στοιχεία
ΙΙ. (μέσ., -ομαι)
1. αναθέτω σε κάποιον να μου κάνει αντίγραφο
2. εγγράφομαι σε κατάλογο
3. θεωρούμαι ότι ανήκω στον κύκλο ή στη δικαιοδοσία κάποιου
4. εγγράφω το όνομά μου σε κατάλογο ως κατήγορος, καταγγέλλω
5. ενεργώ ώστε να παραδοθεί στους άρχοντες κατάλογος με καταγραμμένα τα περιουσιακά στοιχεία ενός πολίτη.
6. καταγράφομαι ως ιδιοκτησία κάποιου
7. «απογράφομαι φόνου» — κατηγορούμαι για φόνο
8. καταγράφομαι στον κατάλογο των χρεών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απογράφω — απογράφω, απέγραψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀπογράφω — ἀπόγραφος copied masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀπόγραφος copied masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀπογράφω write off pres subj act 1st sg ἀπογράφω write off pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απογράφω — αψα, άφ(τ)ηκα, αμμένος 1. κάνω απογραφή: Απογράφηκαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού. 2. τελειώνω το γράψιμο: Απόγραψε το παιδί όλα τα μαθήματά του. 3. ξεγράφω, σβήνω: Αυτόν απόγραψέ τον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπογεγραμμένα — ἀπογράφω write off perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπογεγραμμένᾱ , ἀπογράφω write off perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπογεγραμμένᾱ , ἀπογράφω write off perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογράψῃ — ἀπογράφω write off aor subj mid 2nd sg ἀπογράφω write off aor subj act 3rd sg ἀπογράφω write off fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεγράφην — ἀπογράφω write off aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀπογράφω write off aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογεγραμμένον — ἀπογράφω write off perf part mp masc acc sg ἀπογράφω write off perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογεγραμμένων — ἀπογράφω write off perf part mp fem gen pl ἀπογράφω write off perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογραφομένων — ἀπογράφω write off pres part mp fem gen pl ἀπογράφω write off pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογραφέντα — ἀπογράφω write off aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπογράφω write off aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”