- απογράφω
- (AM ἀπογράφω)καταγράφω, καταχωρίζω σε κατάλογο, κάνω απογραφήαρχ.Ι. 1. καταθέτω έγγραφη καταγγελία εναντίον κάποιου2. παραδίδω κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων κάποιου πολίτη3. αναγνωρίζω εγγράφως τα περιουσιακά μου στοιχείαΙΙ. (μέσ., -ομαι)1. αναθέτω σε κάποιον να μου κάνει αντίγραφο2. εγγράφομαι σε κατάλογο3. θεωρούμαι ότι ανήκω στον κύκλο ή στη δικαιοδοσία κάποιου4. εγγράφω το όνομά μου σε κατάλογο ως κατήγορος, καταγγέλλω5. ενεργώ ώστε να παραδοθεί στους άρχοντες κατάλογος με καταγραμμένα τα περιουσιακά στοιχεία ενός πολίτη.6. καταγράφομαι ως ιδιοκτησία κάποιου7. «απογράφομαι φόνου» — κατηγορούμαι για φόνο8. καταγράφομαι στον κατάλογο των χρεών.
Dictionary of Greek. 2013.